θαλάμακι

θαλάμακι
θάλαμαξ
masc dat sg
θαλάμαξ
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσπέρδομαι — Α (αποθ.) 1. πέρδομαι προς το πρόσωπο κάποιου («προσπαρδεῑν γ εἰς τὸ στόμα τῷ θαλάμακι», Αριστοφ.) 2. εκδηλώνω υβριστικά την περιφρόνησή μου για κάποιον σαν να πέρδομαι προς το πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πέρδομαι «αφήνω πορδή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”